καρτερία

καρτερία
Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο σκάφος, με 4 κατάρτια που διέθεταν ημιολικά ιστία, οπλισμένο με οκτώ πυροβόλα των 68 λίτρων, τα οποία χρησιμοποιούσαν κοίλα βλήματα. Η Κ. πήρε μέρος σε όλες τις ναυτικές επιχειρήσεις έως το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Το πλοίο αυτό βύθισε πέντε τουρκικά στη ναυμαχία των Σαλώνων και ήταν το πρώτο ατμοκίνητο πλοίο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις.
* * *
η (AM καρτερία) [καρτερώ]
1. υπομονή χωρίς κάμψη τού ηθικού, ηθική αντοχή, εγκαρτέρηση («καρτερία ἡ περὶ τοὺς πόνους», Διον. Αλ.)
2. σταθερή εμμονή σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρτερία — καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc/acc dual καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίᾳ — καρτερίαι , καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερία — η υπομονή, ανοχή: Έχει μεγάλη καρτερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτερίας — καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem acc pl καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαι — καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαν — καρτερίᾱν , καρτερία patient endurance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαις — καρτερία patient endurance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίη — καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίης — καρτερία patient endurance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”